σωληνίδιον

σωληνίδιον
σωλην-ίδιον, τό,
A small groove, Ph.Bel.75.41.
2 small pipe, Bito 46.5, Gal.14.787.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωληνίδιον — small groove neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνιδίοις — σωληνίδιον small groove neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνιδίου — σωληνίδιον small groove neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνίδιο — το / σωληνίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. τροποποιημένη αμβλεία τρίχα η οποία συνδέεται με ένα αισθητήριο κύτταρο στα πόδια τών ακάρεων αρχ. 1. μικρό αυλάκι 2. μικρός σωλήνας, μικρός αγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + υποκορ. κατάλ ίδιον (πρβλ. τριχ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”